- πεντάφωνος
- πεντά-φωνος, fünfstimmig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πεντάφωνος — η, ο (για μουσική σύνθεση) αυτός που έχει γραφεί για πέντε φωνές ή αυτός που εκτελείται από πέντε φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + φωνος (< φωνή), πρβλ. τρί φωνος] … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πενταφωνία — η [πεντάφωνος] η εκτέλεση μουσικού κομματιού που έχει γραφεί για πέντε φωνές … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek